- κωρυκομαχία
- η (Α κωρυκομαχία, ιων. τ. κωροκομαχία)άθλημα ή παιχνίδι με τον κώρυκο, δηλαδή χτύπημα με τα χέρια από τους αθλητές ή από τα παιδιά δερμάτινου σάκου γεμάτου με άμμο ή αλεύρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κώρυκος + -μαχία (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. ιππο-μαχία, νυκτο-μαχία].
Dictionary of Greek. 2013.