κωρυκομαχία

κωρυκομαχία
η (Α κωρυκομαχία, ιων. τ. κωροκομαχία)
άθλημα ή παιχνίδι με τον κώρυκο, δηλαδή χτύπημα με τα χέρια από τους αθλητές ή από τα παιδιά δερμάτινου σάκου γεμάτου με άμμο ή αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώρυκος + -μαχία (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. ιππο-μαχία, νυκτο-μαχία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κωρυκομαχίη — κωρυκομαχία fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωρυκοβολία — κωρυκοβολία, ἡ (Α) η κωρυκομαχία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώρυκος + βολία (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκο βολία, τοξοβολία] …   Dictionary of Greek

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”